Διηγήματα

Οἱ Λίρες τοῦ Ζάχου (1908)

Οἱ Λίρες τοῦ Ζάχου (1908)

Εἰς τὴν γειτονιάν μας, γωνιὰν μὲ γωνιὰν μὲ τὴν πατρῴαν μου οἰκίαν, εἶχε κατοικήσει τῷ 18… ὁ Ζάχος τῆς Στάμαινας, πρῴην ναυτικός, ὡς 45 χρόνων, πρὸ ὀλίγων μηνῶν γυρίσας ἀπὸ τὴν Ἀμερικήν. Ἐκατοίκησε μαζὶ μὲ μίαν νεαράν, ἰσχνήν, κοντὴν γυναῖκα, τὴν ὁποίαν εἶχε πάρει ἀπὸ τὸ προάστιον τοῦ Πέρα Μώλου, ἀπὸ τὴν νῆσον τὴν ἀντικρινήν. Πρὸ ὀλίγων μόλις ἑβδομάδων, ἐντούτοις, εἶχε στεφανωθῆ εἰς τὸ χωρίον μὲ μίαν ἄλλην· πλὴν τὸ συνοικέσιον αὐτό, καθὼς ἐλέχθη, ἐναυάγησε…

Ἐνθυμούμην παιδιόθεν τὸν Ζάχον, τὸν θορυβοποιὸν καὶ οἰνοπότην καὶ καλόκαρδον. Κατήγετο ἀπὸ τὴν οἰκογένειαν τῆς Πασσίνας· οὕτω συνήθως ἐκαλεῖτο ἡ μάννα του. Θαρρῶ πὼς ἦτον αὕτη δευτέρα ἐξαδέλφη τοῦ πατρός μου.

Ἦτο πράγματι ἁπλοϊκὴ γυνή, καὶ εἶχεν ἀποθάνει μὲ πολλοὺς καημοὺς εἰς τὸ στῆθος. Εἶχε πολλοὺς καλογήρους εἰς τὴν οἰκογένειάν της. Ὁ ἀδελφός της παπα-Γεράσιμος, ἐγκαταβιώσας εἰς μονύδριον τοῦ τόπου μας, ἔφαγέ ποτε, καθὼς ἔχω ἀκούσει, σαράντα βότσια* καλαμπόκια ὠμά, ἀγνοῶ ἂν κατόπιν στοιχήματος ἢ χωρὶς στοίχημα. Ὁ παπα-Καισάριος, ἄλλος ἀδελφός της, εἶχε χρηματίσει ἐπὶ μακρὰ ἔτη Προηγούμενος εἰς τὴν Μεγάλην Λαύραν τὴν ἐν Ἄθῳ. Οὗτος, ἂν καὶ ὡς προεστὼς Ἰδιορρύθμου μοναστηρίου1 εἶχεν ἰδίαν περιουσίαν, ἠρνεῖτο νὰ δίδῃ χρήματα εἰς τοὺς συγγενεῖς του, λέγων ὅτι «τὰ καλογηρικὰ γρόσια γίνονται φίδια καὶ σᾶς τρῶνε…»

Ὁ ὀλίγον μετ᾿ αὐτὴν ἐπιζήσας σύζυγός της, ὁ μπαρμπα-Στάμος τῆς Στάμαινας, εἶχε σκαρώσει ποτὲ ἑταιρικῶς γολέταν μαζὶ μ᾿ ἕνα φίλον του, καπετὰν Κοσμᾶν, εἰς τὸν Πίσω Ἀρσανάν, στοῦ Τσίφερη, κάτω ἀπὸ τὰ ἐρημικὰ καὶ ἀνεμοδαρμένα Μνημούρια τοῦ χωρίου, εἰς τὸ ρίζωμα τοῦ βράχου τοῦ θαλασσοπλήκτου. Ἀλλὰ τὸν ἔβγαλεν ἀπ᾿ ἔξω ὁ συνέταιρός του, καὶ δὲν τὸν ἀνεγνώρισεν ὡς συμμέτοχόν του εἰς τὸ σκάφος, ἅμα ἐπιστρέψαντα ἀπὸ τὴν φυλακήν, ὅπου εἶχεν ὑπάγει ἰδοὺ ἐκ ποίας ἀφορμῆς.

Ὁ μπαρμπα-Στάμος εἶχεν ἀνακαλύψει εἰς ἕνα γιαλόν, ὣς ἓν μίλιον ἀντικρύ, κοντὰ στὴν Καναπίτσα, 12 ὣς 15 βαρέλια χωμένα εἰς τὴν ἄμμον, γεμᾶτα ἐκλεκτὸν ἀγγλικὸν ρώμι, ἀναμειγνύον τὴν νύκτα τὸ ἄρωμά του μὲ τὸ ἰώδιον τοῦ γιαλοῦ. Ἐκεῖ τὰ εἶχε κρύψει προσωρινῶς ὁ γερο-Τσαρούχας, κυβερνήτης μεγάλης τρεχαντήρας. Ὁ γερο-Στάμος, μὴ ἔχων καρδιὰν νὰ προδώσῃ, ἐβουλήθη νὰ γίνῃ μοιραστὴς καὶ μεριδιοῦχος εἰς τὰ βαρέλια, κ᾿ ἐκύλισεν ἢ ἔσπρωξεν ἕως τὴν βάρκαν του, μὲ τὴν ὁποίαν εἶχε πλεύσει ἕως ἐκεῖ, ὅσα κομμάτια ἠμπόρεσεν αὐτὸς καὶ ὁ κωπηλάτης του. Πλὴν τότε οὗτος, ὁ Στεφανὴς ὁ καλούμενος Γροῦτσος, τοῦ λέγει:

― Νὰ σ᾿ πῶ, νὰ σ᾿ πῶ, μπαρμπα-Στάμο, μποροῦμε νὰ δέσουμε μὲ τὸ σκοινί, τὸ σκοινὶ καμπόσα ρωμ… ρωμ… ρωμιοβάρελ᾿ ἀκόμα;

― Τί λές, βρὲ παιδί;

― Αὐτὸ π᾿ σ᾿ λέω, σ᾿ λέω, μπα… μπαρμπα-Στάμο. Μποροῦν νὰ πλέ… νὰ πλέψουνε τὰ βαρέλια κ… κ… κοντὰ ᾽π᾿ τ᾿ βάρκα.

Ὁ μπαρμπα-Στάμος τὸ εἶχε σκεφθῆ ἀκόμη πρωτύτερα, πρὶν τὸ εἴπῃ ὁ βραδύγλωσσος ὁ Στεφανής. Ἀλλὰ δὲν θὰ τὸ ἔκαμνεν, ἂν δὲν τοῦ τὸ ἔλεγεν ἄλλος.

― Μὰ θὰ βουλιάξουν, βρὲ παιδί, εἶπεν ἀκόμη. Γεμᾶτα τὰ βαρέλια θὰ πᾶν στὸν πάτο.

―Ἕνα, δυό, ἀπήντησεν ὁ Στεφανής, θὰ τὰ δέ… τὰ δέσουμε σφ… σφ… σφιχτά, σιμὰ κοντὰ [καὶ] τς μπ… μπάντες τς β… τς βάρκας. Τὰ πᾶμε πίσω ἀπὸ τὸ Μύτικα, στὸ Σκλ… Σκλ… στὸ Σκληθρί.

Κ᾿ ἐδείκνυε τὴν μικρὰν προβλῆτα, τὸ ἀκρωτήριον τῆς μικρᾶς τοῦ αἰγιαλοῦ ἀγκάλης.

― Κεῖ θὰ πᾶμε, νὰ τὰ φουντάρουμε, εἶπε. Στὸ κ… κ… στὸ κατατόπι ποὺ ξέρω ἐγώ… νὰ τὰ δέσουμε σύρριζα… σφ… σφιχτά, κοντὰ τς μπάντες.

― Θὰ τὰ φουντάρουμε ἢ θὰ μᾶς φουντάρουν; εἶπε στενάξας ὁ γερο-Στάμος.

Εὑρίσκετο ἀρκετὸν σχοινὶ ὑπὸ τὴν πλώρην τῆς βάρκας. Εἶχαν ὑπάγει διὰ νὰ κατεβάσουν δύο ἢ τρία στραβόξυλα* ἀπὸ τὸ βουνόν, ἀκόμη καὶ διὰ νὰ παραλάβουν δύο γίδια ἀπὸ τὸ κοπάδι τοῦ Ντανάκια, βόσκοντος εἰς ἐκεῖνα τὰ μέρη. Ἀλλ᾿ ἀφοῦ ἀνεκάλυψαν τυχαίως τὰ βαρελάκια, ἐν τῷ μεταξὺ ἐξέχασαν καὶ τὴν ξυλείαν καὶ τὰ βοσκήματα.

Ἐκοπίασαν πολὺ νὰ ἐκτελέσουν τὸ πείραμα, τὸ ὁποῖον εἶχεν ὑποβάλει ὁ Στεφανής, ἀλλ᾿ οὐδὲν κατώρθωσαν. Τέλος, ὕστερον ἀπὸ τόσας ἀργοπορίας, τοὺς ἐπῆρ᾿ ἡ μέρα, ἀνεκαλύφθησαν καὶ ὕστερον ἀπὸ ὑποδικίαν μηνῶν κατεδικάζοντο εἰς μακρὰν φυλάκισιν, ὁ γερο-Τσαρούχας, ὁ Στάμος κι ὁ Στεφανὴς ὁ Γροῦτσος.

Ὅταν ἐβγῆκεν ὁ Στάμος ἀπὸ τὴν φυλακήν, ὁ σύντροφός του δὲν τὸν ἀνεγνώρισε πλέον ὡς συνιδιοκτήτην τῆς σκούνας. Κ᾿ ἐκεῖνος εἶχεν ἀδελφὸν καλόγηρον ― τὸν παπα-Διονύσιον, Προηγούμενον εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Δοχειαρίου.

*
* *

Κοντὰ εἰς τὸν παπα-Καισάριον, εἰς τὰς ὑπωρείας τοῦ ἱεροῦ Ἄθωνος, εἶχεν ὑπάγει νεανίσκος ὁ ἀνεψιός του Γιάννης, πρωτότοκος υἱὸς τῆς Πασσίνας. Οὗτος, ὁ παπα-Γιάσαφος ὀνομασθείς, ἀνεδείχθη μέγας Κελλιώτης καὶ πραγματευτὴς εἰς τὰς Καρυάς, πλούσιος, ταξιδευτής, καὶ ζῶν ἐν πολυτελείᾳ. Οὗτος, ἀφοῦ εἶχε δώσει ἀρκετὰ εἰς τὸν πατέρα του, ἐχορήγησεν ὄχι ὀλίγα εἰς τοὺς δύο ἀδελφούς του. Εἰς τὸν Χρῆστον, τὸν δευτερότοκον, ἔδωκε διὰ νὰ κάμῃ βρατσέραν ν᾿ ἀρμενίζῃ, καὶ εἰς τὸν Ζάχον, τὸν νεώτερον, ἔδωκε διὰ νὰ κάμῃ μαγούναν* νὰ ξεφορτώνῃ τὰ καράβια. Ἐντὸς ὀλίγου χρόνου ὁ Χρῆστος ἔφαγε τὴν βρατσέραν, καὶ ὁ Ζάχος ἔφαγε τὴν μαγούναν ―ἴσως διότι ἐφοβήθησαν μὴ φαγωθοῦν ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ δύο πράγματα, κατὰ τὴν προφητείαν τοῦ θείου των, κ᾿ ἐπρόλαβαν νὰ τὰ φάγουν― πράγματα ἄψυχα, κατὰ τὸ φαινόμενον, ἀλλὰ κινούμενα καὶ τρίζοντα φοβερά. Καὶ μετ᾿ ὀλίγον, ὅταν ὁ παπα-Γιάσαφος ἀπέθανε νέος ἀκόμη, ὁ Χρῆστος ἦτο εἰς τὴν φυλακήν, νομίζω, διὰ χρέη, ὁ δὲ Ζάχος, ἀφοῦ ἐξέκαμε τὴν μαγούναν, ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἀμερικήν.

*
* *

Μετὰ χρόνους ὕστερον, ἰδοὺ ὁ Ζάχος ἐγύρισεν ἀπὸ τὴν Ἀμερικήν. Γεροντοπαλλήκαρον, ἀκμαῖος ἀκόμη, καὶ φέρων τὸ στίλβωμα ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ὅλοι οἱ δικοί μας προσλαμβάνουν, ὅταν διατρίψουν ὀλίγα ἔτη εἰς τὰς χώρας ἐκείνας. Ἐπανελθὼν εὗρε τὴν πατρῴαν οἰκίαν εἰς τὴν θέσιν ποὺ εὑρίσκει ὁ ἀγρότης τὸ χωράφι του κατόπιν αἰφνιδίας πλημμύρας, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ἐκοιμήθη εἰς τὴν σπηλιάν· τὰ σύνορα παραμερισμένα, τὸ χῶμα προσαμμωμένον*, τὰ φύτρα ξερριζωμένα. Ἡ μόνη διαφορὰ ἦτον ὅτι ὁ Ζάχος εἶχεν ἰδεῖ τὰ σημεῖα τῆς ὀργῆς νὰ στίζουν τὸν ὁρίζοντα, καὶ εἶχεν ἰδεῖ τοὺς οἰωνοὺς τῆς καταιγίδος νὰ περιίπτανται εἰς τὸν ἀέρα, καὶ θὰ ἔπρεπε νὰ μαντεύσῃ τὴν θεομηνίαν, πρὶν ὑπάγῃ νὰ κοιμηθῇ εἰς τὴν σπηλιάν. Ἀλλὰ δὲν εἶχε δύναμιν νὰ τὴν μαντεύσῃ.

*
* *

Εἶχεν ἀκουσθῆ ὅτι εἶχε φέρει λίρες ἀπὸ τὴν Ἀμερικήν, ὅπως καὶ δολλάρια, ὁ Ζάχος. Καὶ ἠκούετο τῷ ὄντι εἰς ὅλην τὴν ἀγοράν, καὶ δὲν ἐβράδυνε ν᾿ ἀκουσθῇ εἰς ὅλον τὸ χωρίον, ὁ μεταλλικὸς κρότος. Ὁ νέος ἔκαμε παρέαν μὲ μερικοὺς φίλους του, παλαιοὺς καὶ νέους ― καφεπώλας, κουρεῖς καὶ καπήλους. Ἔπαιρναν ὅλα τὰ μαγαζιὰ ἀράδα, διὰ νὰ μὴν ἀφήσουν κανένα παραπονεμένον ― τὰ δικά τους καὶ τὰ ξένα. Πιοτά, κρασιά, καφέδες, λεμονάδες· βιολιά, λαλούμενα*. Τέσσαρα πακέτα καπνὸν τὴν ἡμέραν, καὶ πολλοὺς ναργιλέδες, ὅλα ὁ Ζάχος. Οἱ δύο φοῦρνοι τῆς παραθαλασσίας ἀγορᾶς, ὁ τοῦ μπαρμπα-Μάρκου τοῦ Βούργαρη, καὶ τῆς Κουτσοστέργαινας, ἦσαν γεμᾶτοι ἀπὸ τὰ γιουβέτσια καὶ 〈τὰ〉 σπληνάντερα τοῦ Ζάχου καὶ τῆς παρέας του.

Τέλος ἡ φήμη ἔσχε τὴν ἠχώ της· ὁ κρότος ἔφερε τὸν ἀντίκτυπόν του. Μία γεροντοκόρη ἀπὸ τὸν Ἐπάνω Μαχαλάν, ἀρχοντοξεπεσμένη, καπετανοπούλα, ὀρφανή, ὁποὺ ἡ οἰκογένειά της εἶχεν ἰδεῖ ἄλλοτε εὐτυχίας, ἤκουσε προτάσεις πανδρολόγων, προξενητριῶν καὶ φίλων, ὁποὺ τῆς παρίστανον μὲ μιμικὸν τρόπον ὁποῖός τις ἦτο ὡς ἔγγιστα ὁ ἦχος τῶν λιρῶν τοῦ παλιννοστήσαντος ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴν Ζάχου. Ἐκείνη τὸν ἤξευρε μόνον ἀπὸ τὰς ἀναμνήσεις καὶ τὰς περιγραφὰς τῆς μητρός της.

Μετ᾿ οὐ πολὺ ἡ κόρη ―ἢ μᾶλλον ἡ μάννα της― ἀπεφάσισε «νὰ κατεβῇ ἀπὸ τὴν σκάλαν* της», καὶ νὰ δεξιωθῇ τὸν ἐρχόμενον ὄψιμον γαμβρόν. Ὁ ἀρραβὼν συνήφθη, τὰ «μβασίδια»* τοῦ ἀρραβωνιαστικοῦ ἔγιναν ―οἱ λίρες τῆς Ἀμερικῆς ἐβαστοῦσαν ἀκόμη― καὶ μετὰ τρεῖς ἑβδομάδας ἐτελέσθη ὁ γάμος. Γάμος μεγαλοπρεπής, καίτοι νυκτερινός ―πανηγυρικὸς καὶ θορυβώδης― ὅπως ἐσυνήθιζαν εἰς τὸν Μαχαλὰν τῶν παλαιῶν εὐπόρων ἐμποροπλοιάρχων. Ὅλοι οἱ καλεσμένοι ἐξεφάντωσαν, ἐχόρευσαν, ἐπήδησαν ὣς τὸ πρωί, ἐτραγούδησαν, μὲ δύο ζυγιὲς βιολιὰ καὶ λαγοῦτα. Ἀλλ᾿ ὅταν τὴν χαραυγήν, μετὰ ἕνα γῦρον ἔξω, περὶ τὴν μικρὰν πλατεῖαν καὶ τὸν βράχον, ἡ παρέα ἐγύρισε κατὰ τὸ σπίτι διὰ νὰ ψάλῃ τὰ «πιστρόφια»*, δύο ἐκ τῶν ζωηροτέρων, οἵτινες προηγοῦντο τῶν μουσικῶν οἱονεὶ σημαιοφόροι, βλέπουν μίαν σκιὰν νὰ κρύπτεται δειλῶς ὄπισθεν τῆς γωνίας ἑνὸς χαλάσματος οἰκίας, ὡς φάντασμα. Ὁ πρῶτος τῶν δύο τὸν ἀνεγνώρισεν. Ἦτον ὁ Ζάχος.

― Τί τρέχει, γαμπρέ;

― Τίποτε, ἀπήντησεν ἐκεῖνος συστελλόμενος ὄπισθεν τοῦ ἐρειπίου. Ἔτσι βγῆκα.

― Δέν ἐπλαγιάσατε;

―Ἀκόμα.

Ὁ Ζάχος ἐκινήθη ὡς νὰ ἔβαινε πρὸς τὴν οἰκίαν τῆς νύμφης. Εἶτα, ὅταν ἐκρύφθη ὄπισθεν ἑνὸς κτιρίου, ἐτράπη ἄλλην ὁδόν. Ἡ παρέα τῶν καλεσμένων ὠπισθοδρόμησε πρὸς τὸν κατήφορον τοῦ βράχου, εἶτα διελύθη.

*
* *

Τρεῖς μῆνας ὕστερον, ὁ Ζάχος ἐλθὼν ἐκατοίκησεν εἰς τὴν γειτονικήν μας οἰκίαν. Ἡ γυναικούλα τὴν ὁποίαν εἶχε φέρει ἀπὸ τὸν Πέρα Μῶλον ἦτο ἁπλῆ, μειλιχία, ἐντροπαλή. Ἔλεγε καλημέρα εἰς τὶς γειτόνισσες, καὶ δὲν ἔπιανεν ἄλλην ὁμιλίαν.

Ποικίλαι διηγήσεις εἶχον κυκλοφορήσει ὡς πρὸς τὴν περίπτωσιν καὶ τὸ ἐπεισόδιον, τὸ ἐπακολουθῆσαν εὐθὺς μετὰ τὸν γάμον τοῦ Ζάχου. Σχεδὸν κανεὶς δὲν εἶπεν ὅτι αὐτὸς δὲν ἠθέλησε τὴν νύμφην. Ἐπιστεύθη μᾶλλον ὅτι ἡ κόρη τὸν ἔδιωξε, πλὴν κανεὶς δὲν ἤξευρε τὸ διατί.

Ὄχι ὠτακουστὴς ἀλλὰ διαβάτης, ὀλίγας ἑβδομάδας πρὶν ἀποθάνῃ ὁ Ζάχος ―διότι ὁ Ζάχος ἀρρώστησε κι ἀπέθανε κ᾿ ἡ ξένη γυναικούλα, ἀφοῦ τὸν προέπεμψε πενθοῦσα μέχρι τοῦ τάφου, ἐμάζωξε τὰ φορέματά της, ἡ πτωχή, κ᾿ ἐπέστρεψεν εἰς τὸν τόπον της, εἰς τὸν Πέρα Μῶλον― ἁπλοῦς, λέγω, διαβάτης συνέβη μίαν ἑσπέραν ν᾿ ἀκούσῃ, καὶ ἂν ἤθελε καὶ ἂν δὲν ἤθελε, τὸν ἑξῆς διάλογον μεταξὺ τοῦ Ζάχου κ᾿ ἑνὸς μπαρμπέρη φίλου του ἐκ τῆς παλαιᾶς παρέας, ἀνάμεσα εἰς ἓν στενὸν μεταξὺ δύο οἰκιῶν, εἰς τὴν ἀμυδρὰν ἀνταύγειαν τοῦ μεμακρυσμένου φανοῦ, τὸν ὁποῖον μᾶς ἔβαλε τὸν χειμῶνα ἐκεῖνον ὁ πρωτόβγαλτος Δήμαρχός μας.

― Μὰ γιατί, καημένε Ζάχο; ἠρώτα ὁ μπαρμπέρης, ὁ ὁποῖος ἐφαίνετο κάπως πιωμένος.

― Γιὰ τς γάτας τ᾿ αὐτί, ἀπήντα ὁ Ζάχος, ὅστις ἐφαίνετο ἕνα βαθμὸν περισσότερον 〈πιωμένος〉 ἀπὸ τὸν φίλον του.

― Μὰ θὰ μοῦ πῇς! ἐπέμεινεν ὁ φίλος. Ὁ κόσμος τό ᾽χει τούμπανο. Ἔλα, δά, καημένε.

―Ὁ κόσμος… νὰ σκάσῃ! εἶπε μετὰ θυμοῦ ὁ Ζάχος. Καὶ τί ξέρει ὁ κόσμος τί τοῦ γίνεται;

― Τί ἔτρεξε λοιπόν;

― Τί νὰ τρέξῃ…

Ὁ Ζάχος ἐσταμάτησεν ἀποτόμως, καὶ ἤρχισε νὰ ὁμιλῇ ταχέως καὶ μὲ σιγανὴν φωνήν:

―Ἀκοῦς, βρὲ ἀδελφέ! Αὐτή, πρὶν πλαγιάσουμε, ἤθελε, κατάλαβες, νὰ τῆς δώσω τὶς λίρες! Νὰ πιάσῃ τὶς λίρες, νὰ τὶς μετρήσῃ καὶ νὰ τὶς κρατήσῃ, νὰ τὶς ἔχῃ στὰ χέρια της. Γιὰ τὶς λίρες μου, κατάλαβες, μὲ εἶχε πάρει. Μά, ποῦ λίρες; Οἱ λίρες εἶχαν στραγγίσει, πρὶν γίνῃ ὁ γάμος. Μήπως ἦτο βρύση, μαθές;

― Λοιπόν;

― Τὸ λοιπόν, σὰ δὲν εἶχα λίρες, μ᾿ ἔδιωξε. Αὐτὸ ἦτον ὅλο.

Ὁ φίλος ἔσεισε μετ᾿ οἴκτου τὴν κεφαλήν. Εἶτα μυστηριωδῶς ἠρώτησε:

― Καὶ δὲ μοῦ λές, αὐτὴ ποὺ ἔχεις τώρα, τὴν ἔχεις μὲ στεφάνι;

Ὁ Ζάχος ἀνυπόμονος ἀπήντησε:

― Μὴ ρωτᾷς!…

(1908)

1. Ἰδιόρρυθμα λέγονται ὅσα δὲν εἶναι Κοινόβια.

Πληροφορίες

  • Τίτλος
    Άπαντα, τόμος 4
  • Κριτική έκδοση
    Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
  • Εκδόσεις
    ΔΟΜΟΣ
  • Τοπο χρονολογία
    Αθήνα 1985
  • Έτος πρώτης δημοσίευσης
    1908
  • Σελίδες
    291-296

Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών

Τ.Θ. 3393 , Τ.Κ. 10210
210 360 55 32
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Μέγας Δωρητής

7.png6.png1.png0.png0.png3.png

Εγγραφή στο ενημερωτικό δελτίο


© 2020 Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών
Ο ιστοχώρος φιλοξενείται από το Κέντρο Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του ΑΠΘ