Διηγήματα

Τὸ Τυφλὸ σοκάκι (1906)

Τὸ Τυφλὸ σοκάκι (1906)

Καλὸν κι ἀγαπημένον ἀνδρόγυνον ὁ Γιάννης ὁ Ζουγράκης κ᾿ ἡ Ρηνούλα τῆς Κοφινοῦς. Ὀλίγον μετὰ τὸν γάμον, ἀφοῦ μετεκομίσθησαν τὴν παραμονήν, κατὰ τὴν τάξιν, ἐκτεθειμένα ἐπὶ δύο ἁμαξῶν τὰ προικιὰ τῆς νύφης ―καθρέπται καὶ κομὰ καὶ μεταξωτὰ παπλώματα ἁπλωμένα ἐπὶ τῆς ἁμάξης― καὶ ἀφοῦ παρήλασαν τὴν Κυριακὴν ἐπὶ εἰκοσάδος ἁμαξῶν οἱ καλεσμένοι, πληρώσαντες ἕκαστος τὸ ἀγώγι του, κατὰ τὸ ἔθος· καὶ ἀφοῦ, μεθ᾿ ὅλας αὐτὰς τὰς δύο παρελάσεις, ἔμεινεν ἀκόμη ἡ νύφη εἰς τὴν οἰκίαν τῆς μητρός, καὶ μετὰ τὴν θρησκευτικὴν τελετὴν τοῦ γάμου· τέλος, ὁ κοσμικὸς γάμος ἐτελέσθη μίαν Κυριακὴν μετὰ τὸ Πάσχα καὶ τὸ νεαρὸν ἀνδρόγυνον ἐκατοίκησεν εἰς ἕνα «δρόμον ποὺ δὲ βγαίνει», ὀλίγον παρακάτω ἀπὸ τὴν κεντρῴαν πλατεῖαν τῆς λαϊκῆς συνοικίας.

Ἐκεῖ μέσα ὀλίγαι οἰκογένειαι ἐκατοικοῦσαν καὶ ὅλοι ἐγνωρίζοντο μεταξύ των. Ὑπῆρχε καὶ εἷς μπεκιάρης, ἄγαμος, ἐκεῖ, κατοικῶν ἀντικρὺ τῆς οἰκίας τοῦ Ζουγράκη. Ἦτο ὁ Ἠλίας ὁ Ξίδερης, μαραγκός, κ᾿ ἔκαμνε τὸν τραγουδιστήν. Ἀπετέλει μέρος χοροῦ εἰς μίαν ἐκκλησίαν, ὅπου εἶχεν εἰσαχθῆ ἡ καντάδα. Ἀργότερα προσελήφθη ὡς ἀριστερὸς εἰς ἕνα μικρὸν ναόν, ὅπου ὁ ἐπίτροπος, πατριώτης του, μεγάλως τὸν ἐπροστάτευεν.

Ἐκεῖ ἐξηκολούθει νὰ ψάλλῃ μὲ ὕφος γελοίως ξενίζον. Φανταζόμενος τὸν ἑαυτόν του ἱκανὸν νὰ ψάλλῃ καὶ κατὰ τὰ δύο συστήματα ―τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι ἦτο ἁπλοῦς ξυλοσχίστης― εἶχεν ἐρωτήσει τὸν προστάτην, τὸν χαμοθιόν* του:

― Πῶς θέλετε νὰ ψάλλω; Βυζαντινά, δὲν σᾶς ἀρέσει, πιστεύω.

― Τί ξέρω ἐγὼ ἀπ᾿ αὐτά! ἀπήντησεν ἠλιθίως ὁ ἐπίτροπος. Ἐγώ, ἀπὸ τὸ παγκάρι, κοιτάζω μόνον τὶς μισότριβες ποὺ ἔρχονται.

Ἦτο μᾶλλον μετριοφροσύνη ἐκ μέρους του νὰ τὸ λέγῃ. Τὸ ἀληθὲς ἦτο, ὅτι ἐνδιεφέρετο πολὺ περισσότερον διὰ τὶς δεκάρες παρὰ διὰ κάθε ἄλλο.

*
* *

Εἷς ἄνθρωπος ἐσύχναζε καθημερινῶς εἰς τοῦ Σγουράκη. Ὁ κουμπάρος. Τὸ ἀνδρόγυνον ἔζη ἐν ὁμονοίᾳ. Τρία ὡραῖα παιδία, λευκὰ καὶ ξανθὰ ὡς ἡ μήτηρ των, εἶχον ἔλθει εἰς τὸν κόσμον εἰς διάστημα τριῶν ἐτῶν καὶ δύο μηνῶν.

Ὁ κουμπάρος ἦτο πολὺ συνδεδεμένος μὲ τὴν οἰκογένειαν. Ἐκεῖ συνήθως ἐδείπνει, ὄχι σπανίως ἐκοιμᾶτο ἐκεῖ. Ἦτο ἄγαμος. Εἰς τὸ ἴδιον οἴκημά του, εὑρισκόμενον ἄδηλον ποῦ, θὰ ἐφαίνετο πολὺ ὀλιγώτερον συχνὰ παρὰ εἰς τοῦ κουμπάρου του.

Ἦτον εἷς νέος μὲ γυαλάκια, λιμοκοντόρος μᾶλλον, ὁ ὁποῖος ἔκαμνε τὸν μικρομεσίτην. Ὁ Ζουγράκης ἢ Σγουράκης ἦτο ξυλουργὸς τὸ ἐπάγγελμα, συντεχνίτης τοῦ Ἠλία τοῦ Ξίδερη, μὲ τὸν ὁποῖον ἐγνωρίζοντο καλά.

Ὁ Ξίδερης εἶχε λύσει ἤδη καταφατικῶς, πολλὰ ἔτη πρὶν τοῦτο ἀναφυῇ, τὸ γελοῖον ζήτημα «Νὰ τὸ λέμε;», τὸ ὁποῖον ἐρρύπανέ ποτε, ὅπως καὶ τόσα ἄλλα, τοὺς τοίχους τῶν ἀθηναϊκῶν κτιρίων. Κανεὶς ποτὲ δὲν ἐσκέφθη, ὅτι τὸ καθαυτὸ ἐρώτημα θὰ ἦτο: «Νὰ εἴμεθα κατάσκοποι;» Διότι χρηστὸς ἄνθρωπος, γείτων ἢ ὄχι, μὴ πολυπραγμονῶν, μὴ ζηλεύων τὰς γυναῖκας ὅλου τοῦ κόσμου καὶ διὰ λογαριασμὸν ὅλων τῶν ἀνδρῶν, δὲν θ᾿ ἀνελάμβανε ποτὲ τὴν φροντίδα δι᾿ ἀθεμίτων μέσων νὰ ζητῇ νὰ βεβαιωθῇ περὶ τῆς ἀρετῆς γυναικός.

Ἀλλ᾿ ὁ περὶ οὗ ὁ λόγος ξυλουργός, ψάλλων νόθα μέλη εἰς ἐκκλησίαν καὶ προστατευόμενος τοῦ ἐπιτρόπου, τοῦ κοιτάζοντος «τὶς μισότριβες», ἐπίστευεν ὣς τόσον τέλειον τὸν ἑαυτόν του ―τίς οἶδεν ἂν εἶχεν ἀποτύχει εἰς ἐπιχείρησίν τινα κατὰ τῆς ἰδίας γυναικός!― ὥστε χρέος του ἐνόμισε ν᾿ ἀναλάβῃ τὴν ἠθικοποίησιν τῆς κοινωνίας.

Εἶχε κατασκοπεύσει τὸν «κουμπάρον» εἰσερχόμενον ἐν ἀπουσίᾳ τοῦ συζύγου, καί, ὡς ἐλέχθη, ἐβεβαιώθη περὶ τοῦ ὀλισθήματος τῆς γυναικός. Φαίνεται δὲ ὅτι εἶχε διοργανώσει πρὸς τοῦτο τακτικὴν πολιορκίαν, εἰς τὴν ἐπιτυχίαν τῆς ὁποίας πολὺ συνέτεινε τὸ «τυφλὸ σοκάκι», τὸ ἀδιέξοδον τοῦ δρόμου ― ὅπου ἠδύνατό τις νὰ σφλομώσῃ* ἄνθρωπον ὡς χταπόδι στὸ θαλάμι* του, καὶ νὰ τὸν συλλάβῃ ὡς ποντικόν.

Τὴν ἰδίαν ἑσπέραν ὁ Ξίδερης ἔσπευσε νὰ καταγγείλῃ τὸ πρᾶγμα εἰς τὸν σύζυγον.

*
* *

Τώρα, μετὰ τόσα ἔτη, τὸ τυφλὸ σοκάκι εὑρίσκεται ἀκόμη ἐκεῖ. Ὁ δρόμος ἐξακολουθεῖ ἀκόμη νὰ «μὴ βγαίνῃ».

Μετὰ πολλὰς θορυβώδεις σκηνὰς καὶ μετὰ τὴν ἀπομάκρυνσιν τοῦ συζύγου, ὁ «κουμπάρος» του συνοίκησε φανερὰ μὲ τὴν κουμπάρα του. Ἡ Ρηνούλα ἐξακολουθεῖ κατ᾿ ἔτος νὰ γεννοβολᾷ. Ἔχει, ἂν δὲν ἀπατῶμαι, πλέον τῆς μισῆς δουζίνας παιδιὰ «παρδαλά», ὅλα εἰς βάρος τοῦ κουμπάρου. Τὴν πατρότητα τῶν τριῶν πρώτων ἠρνήθη ἐκ τῶν ὑστέρων ὁ πρῴην σύζυγος.

Καὶ ὁ Ἠλίας ὁ Ξίδερης ἐξακολουθεῖ νὰ φρονῇ, ὅτι «ἔκαμε τὸ χρέος του».

(1906)

Πληροφορίες

  • Τίτλος
    Άπαντα, τόμος 4
  • Κριτική έκδοση
    Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
  • Εκδόσεις
    ΔΟΜΟΣ
  • Τοπο χρονολογία
    Αθήνα 1985
  • Έτος πρώτης δημοσίευσης
    1906
  • Σελίδες
    115-117

Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών

Τ.Θ. 3393 , Τ.Κ. 10210
210 360 55 32
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Μέγας Δωρητής

7.png6.png1.png0.png8.png4.png

Εγγραφή στο ενημερωτικό δελτίο


© 2020 Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών
Ο ιστοχώρος φιλοξενείται από το Κέντρο Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του ΑΠΘ