Διηγήματα

Ὁ Αὐτοκτόνος (1954)

Ὁ Αὐτοκτόνος (1954)

Τὴν πρωίαν ἐκείνην τῆς Κυριακῆς, ἐὰν τυχὸν συνήντων τὸν Σακελλάριον οἱ ἑσπερινοὶ φίλοι του, ὁ μακαρίτης ὁ Τζώρτζης, ὁ Κ. καὶ ὁ Π., δὲν ἤθελον τὸν γνωρίσει.

Εἶχε κόψει τὸ γένειον. Ἀλλὰ τὴν προλαβοῦσαν νύκτα εἶχε κοιμηθῆ· διανυκτερεύσει‚ εἰς ἕνα φοῦρνον παρὰ τὰς φυλακὰς Τριγγέτα.

Περὶ τὴν μίαν μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ὁσάκις δὲν τοὺς εὕρισκεν ἡ ἡμέρα εἰς τὸ πρῴην καφενεῖον Θ., τὸ μένον ἀνοικτὸν δι᾿ ὅλης τῆς νυκτός, κατέβαινεν ἕως ἐκεῖ ὁ Τζώρτζης καὶ ἡ συντροφία, ἐκτύπων τὴν θύραν τοῦ φούρνου, ἀγόραζαν δύο ἢ τρία ζεστὰ κουλούρια καὶ ηὔχοντο τὴν καλὴν νύκτα εἰς ἀλλήλους καὶ ἀπεχωρίζοντο.

Ἐκ τούτου ὁ Σακελλάριος ἦτο γνωστὸς εἰς τὸν Ζῆσον, ὑψηλόν, μελαψὸν νεανίαν, καὶ ὅταν τὴν ἑσπέραν τὸν παρεκάλεσε νὰ διανυκτερεύσῃ ἐκεῖ, οὗτος τοῦ τὸ ἐπέτρεψεν. Ἀλλὰ διὰ ν᾿ ἀποφασίσῃ νὰ πάρῃ καὶ τὴν ἐντροπὴν αὐτήν, ὁ πτωχὸς Σακελλάριος ἐχρειάσθη νὰ κάμῃ ἀκόμη ἕνα περίπατον εἰς τὴν μικρὰν πλατεῖαν, ἀφοῦ ἀπεχαιρέτισε τοὺς φίλους του.

Ἐχρειάσθη νὰ ξυραφίσῃ τὸ γένειον, πρώτην φορὰν εἰς τὴν ζωήν του. Πῶς τοῦ ἦλθε τάχα; Πρὸς τοῦτο ὑπῆγεν εἰς τοῦ Νικολάκη τοῦ κουρέως καὶ τοῦ εἶπε νὰ τὸν ξυραφίσουν. Ἦτο δὲ ὁ Σακελλάριος ἀλλοδαπός.

Ἐκαληνύκτισε τὸν Νικολάκην καὶ ἀπῆλθε. Τότε ᾐσθάνθη ἔτι δριμύτερον τὸ ψῦχος τοῦ Φεβρουαρίου καὶ ἔσπευσεν ἔξωθεν εἰς τὸν φοῦρνον, ἔκρουσεν ἐκ νέου τὴν θύραν, μόνος του τὴν φορὰν αὐτὴν καὶ λέγων: «Ἀνοίξατε!…» Ὁ ἀρτοποιὸς ἐγνώρισε, φαίνεται, τοῦ Σακελλαρίου τὴν φωνὴν καὶ ἤνοιξε τὴν θύραν.

― Ζῆσο, θέλεις νὰ μείνω ἐδῶ ἕως τὸ πρωί; τοῦ εἶπεν ὁ Σακελλάριος. Γιατὶ, ἂν βαρυκοιμηθῶ, δὲν θὰ ἠμπορέσω νὰ πάω στὴν ἐκκλησία.

― Μεῖνε, εἶπεν ὁ Ζῆσος.

Ὁ Σακελλάριος ἐλθὼν ἐκάθισε παρὰ τὸ στόμιον τοῦ φούρνου τὸ πλάγιον, ὅπου ἔλαμπεν ἡ κάμινος καὶ εὐεργετικὴ ἦτο ἡ θερμότης.

― Εἶσαι ἀκόμα στὴν ἐκκλησιὰ δάσκαλος; εἶπεν ὁ Ζῆσος. Γιατὶ τὴν ἀπερασμένη Κυριακὴ δὲν σὲ εἶδα.

― Εἶμαι καὶ δὲν εἶμαι, ἀπήντησεν ὁ Σακελλάριος.

Ὁ ἀγαθὸς Ἠπειρώτης, ὡς νὰ εἶχε μαντεύσει, ὅτι ὁ παράδοξος ἐπισκέπτης του ἐπείνα, τοῦ ἐποίησε σολμύριον* νὰ μασήσῃ. Ἀλλ᾿ ὁ βοηθὸς τοῦ ἀρτοποιοῦ, ὁ μπαρμπα-Σταῦρος, γυμνόστερνος, κοκκινόλαιμος, κοκκινόξανθος γέρων, ὡς νὰ εἶχε τὰ χρόνια ρόδισμα τοῦ φούρνου, ἑβδομήκοντα ὀκτὼ ἐτῶν, ζωηρός, εὔθυμος, ἔνευσε πρὸς τὸν Ζῆσον, ἐκτελῶν μιμικὸν πλῆκτρον ὀργάνου ἐπὶ τῆς κοιλίας καὶ ἐμορμύρισε: «Καραϊσκάκη μ᾿ ἀρχηγέ!»

Εὐτυχῶς ὁ Σακελλάριος δὲν ἤκουσε καὶ δέν ἐννόησε τὴν λέξιν καὶ τὸ πρᾶγμα.

Ἀλλ᾿ ὁ μπαρμπα-Σταῦρος, ἀφοῦ ἔθυσεν, ὡς ἄφευκτον, εἰς τὴν πονηρίαν, ᾐσθάνθη ἀμέσως τύψιν καὶ ἠθέλησε νὰ περιποιηθῇ τὸν Σακελλάριον. Κύψας δὲ εἰς τὸ ἀμπάρι, ἀνέλαβε μικρὰν φιάλην, σώζουσαν σταγόνας τινὰς οἴνου, καὶ ἐγχύσας εἰς ποτήριον, τὸ προσέφερεν εἰς τὸν νέον.

― Δὲν πίνεις ἕνα κρασάκι, κὺρ δάσκαλε; τοῦ λέγει.

Ὁ Σακελλάριος ἤθελε νὰ ἀποποιηθῇ κατά τινα τρόπον, καὶ ὅμως ἐδέχθη. Ἔπιε τὸν ὀλίγον ρητινίτην καὶ εὐχαρίστησε τὸν γέροντα ὑπηρέτην.

― Κουράγιο, πατρίδα! Κουράγιο, ἀδελφέ, τοῦ λέγει ὁ μπαρμπα-Σταῦρος. Σὲ θέλω νὰ εἶσαι ντερβίσης, ἔτσι θὰ πάρουμε καὶ τὰ Γιάννενα!

Ὁ Σακελλάριος τὸν ἐκοίταξε μελαγχολικῶς μειδιῶν.

― Καὶ γιατί ἔκοψες τὰ γένεια σου; τὸν ἠρώτησε καὶ ὁ Ζῆσος.

― Γιὰ νὰ μὴ μοῦ τὰ κάψ᾿ ὁ φοῦρνος!… ἀπήντησεν ὁ Σακελλάριος.

Καὶ δὲν ὡμίλησε πλέον. Ἐστήριξε τὴν κεφαλὴν εἰς τὴν χεῖρα κ᾿ ἐβυθίσθη εἰς σκέψεις, εἰς ἀναμνήσεις καὶ ρεμβασμούς. Ἐφαίνετο θέλων νὰ ἐντρυφήσῃ ἐν τῇ ἀπελπισίᾳ.

Ἀπὸ μιᾶς ἑβδομάδος καὶ πλέον ὁ Σακελλἀριος ἐκοιμᾶτο εἴς τι ξενοδοχεῖον τῆς ὁδοῦ Ἑρμοῦ, παρὰ τὸ Μοναστηράκι. Πρὸς τοῦτο κατὰ πᾶσαν νύκτα, τὴν ὥραν τοῦ ἀποχωρισμοῦ, ἐφορολόγει πότε τὸν ἕνα, πότε τὸν ἄλλον ἐκ τῶν φίλων του, ἀπὸ ἓν δίφραγκον, καθ᾿ ἑκάστην.

Ἀλλὰ τὴν νύκτα ἐκείνην ὁ μὲν εἷς τῶν φίλων του εἶπεν, ὅτι δὲν εἶχεν, ὁ δὲ ἄλλος δὲν εἶχε πράγματι.

Ὁ Σακελλάριος ἐπῆρε τὴν ἀπόφασίν του, καὶ ἀπεφάσισε νὰ κοιμηθῇ εἰς τὸν φοῦρνον, ἀφοῦ πρῶτον ἐπῆγε νὰ ξυρισθῇ, κλέψας καὶ τὸ ξυράφιον.

― Γιατί ἔκοψες τὰ γένεια; τοῦ εἶπεν ὁ φούρναρης.

― Γιὰ νὰ μὴν τὰ κάψ᾿ ὁ φοῦρνος! ἀπήντησεν ὁ Σακελλάριος. Καὶ δὲν ὡμίλησε πλέον. Ἐστήριξε τὸ κεφάλι εἰς τὴν χεῖρα καὶ ἐβυθίσθη εἰς σκέψεις, ἀναμνήσεις καὶ ρεμβασμούς. Ἐφαίνετο θέλων νὰ ἐντρυφήσῃ ἐν τῇ ἀπελπισίᾳ.

Ἦτο λοιπὸν ἄστεγος; Εἶχε δωμάτιον, ἀλλὰ ποῦ ἐτόλμα ὁ πτωχὸς νὰ εἰσέλθῃ ἀπὸ τὴν σπιτονοικοκυράν του. Ἐχρεώστει τρία ἐνοίκια. Ἐπὶ τρεῖς ἑβδομάδας, μετὰ τὸ μεσονύκτιον, πλησιάζων μὲ παλμοὺς εἰς τὴν αὐλόπορταν, ἀνοικτὴν μένουσαν ὅλην τὴν νύκτα, καθὼς ὅλαι αἱ αὐλόπορται τῶν οἰκιῶν τῆς συνοικίας, ἐχουσῶν ἐνοικήτορας πολλούς, ἀφῄρει τὰ χαλασμένα καὶ σχισμένα πέδιλά του καὶ κρατῶν αὐτὰ μὲ τὴν ἀριστεράν, ἐπάτει μὲ τὲς κάλτσες, ἐνέβαλλε τὸ κλεῖθρον μὲ ἀπείρους προφυλάξεις καὶ μὲ τόσον ὀλίγον κρότον, ὥστε οἱ παλμοὶ τῆς καρδίας ἔκαμνον κρότον μεγαλύτερον.

Ἄνοιγε τὴν θύραν ἔσωθεν, δὲν ἤναπτε τὸ φῶς, δὲν εἶχεν ἄλλως εἴκοσι λεπτὰ διὰ ν᾿ ἀγοράσῃ κηρίον, δὲν ἐξενδύνετο, ἐλαφροκοιμᾶτο ἐπὶ τρεῖς ἢ τέσσαρας ὥρας, καὶ μὲ τὸ τρίτον λάλημα τοῦ ἀλέκτορος ἠγείρετο, δὲν ἐνίπτετο, ἐλάμβανε τὰ πέδιλα εἰς τὴν χεῖρά του, ἐξήρχετο, ἐκλείδωνε τὴν θύραν, ἐπάτει ὡς λαμπάς, ἔτρεμεν ὡς κηρίον (ἐκ… φόβου… μήπως… ἀφυπνισθῇ) ἡ σπιτονοικοκυρά του (ἢ γαυγίσῃ κανένας σκύλος), καὶ τὰ χαράγματα (ὡς κλέπτης) ἔφευγε λέγων εἰς τὸν μπαρμπα-Μανώλην νὰ τοῦ κρούσῃ τὴν θύραν, (διὰ νὰ μὴ γίνῃ ἀντιληπτὸς ὁ ἰδικός του κτύπος).

Ὁ Σακελλάριος ἐντρέπετο, ἐθύμωνεν, ἐντρέπετο, παρεκάλει, καὶ τὰ ἐνοίκια δὲν ἐπληρώνοντο ποτέ.

Ἐπὶ τέλους (ἡ σπιτονοικοκυρὰ) τοῦ εἶχεν εἰπεῖ ν᾿ ἀδειάσῃ τὸ δωμάτιον καὶ τὰ ἐνοίκια τοῦ τὰ χαρίζει. Ἀλλά, διὰ νὰ μετοικήσῃ, ἔπρεπε νὰ ἔχῃ τὰ ἀχθοφορικὰ καὶ τὴν ἀπαραίτητον προκαταβολὴν τοῦ πρώτου μηνός. Ἀλλ᾿ ἐὰν εἶχε, θὰ ἐπλήρωνε τὰ παλαιὰ ἐνοίκια . . . . . . .

Τὴν ἑσπέραν ἐκείνην ὁ Σακελλάριος, ὅστις οὐδέποτε εἶχε κόψει τὸ γένειον, ὑπῆγεν εἰς τοῦ Νικολάκη τοῦ κουρέως (πῶς τοῦ ἦλθε τάχα;) καὶ τοῦ εἶπε νὰ τὸν ξυραφίσῃ. Ἦτο δὲ ὁ Σακελλάριος ἀλλοδαπὸς καὶ δὲν ὑπέκειτο εἰς στρατιωτικὴν θητείαν διὰ ν᾿ ἀναγκασθῇ νὰ ξυραφισθῇ συμφώνως μὲ τὸν κανονισμόν, καθὼς τὸ ἔπαθαν ἄλλοι.

Ὁ Νικολάκης ἦτο παιδὶ τῆς καρδιᾶς, καλός, χοβαρδάς, δερβίσης. Καὶ ὁ Σακελλάριος τὸν εἶχε γνωρίσει εἰς τὸ πρῴην καφενεῖον τοῦ Θ., ἀνοικτὸν μένον ὅλην τὴν νύκτα, ὅπου ἐτέλουν παννυχίδας μὲ τὸ ρούμι των, μὲ τοὺς ναργιλέδες των καὶ μὲ τὸν μεταμεσονύκτιον πατσάν των, ὁ μακαρίτης ὁ Τζώρτζης καὶ ὁ Πάνος καὶ ὁ Κώστας καὶ πολλοὶ ἄλλοι, μετ᾿ αὐτῶν καὶ ὁ Σακελλάριος.

Ὁ Νικολάκης, καίτοι ἔχων πολλὴν ἐργασίαν, τὴν ἑσπέραν ἐκείνην τοῦ Σαββάτου, ἠπόρησεν ὅταν εἶδε τὸν Σακελλάριον ζητοῦντα νὰ ξυραφισθῇ. Ἀλλ᾿ ὁ Σακελλάριος τοῦ διηγήθη, ὅτι τὸ κάμνει κατὰ συμβουλὴν ἰατροῦ. Ἐπειδὴ τὰ γένεια τὸν βλάπτουν εἰς τὰ μάτια.

Ὁ Νικολάκης, καίτοι ἔχων πολλὴν ἐργασίαν, τὸν ἐξυράφισε καὶ ὅταν εἰς τὸ τέλος ὁ Σακελλάριος, μὴ ἔχων τὸ θάρρος νὰ ψευσθῇ «δῆθεν ὅτι δὲν ἔχει χαλασμένα» τοῦ εἶπεν, ὅτι δὲν ἔχει λεπτά, ὁ Νικολάκης, μειδιῶν, εἶπε: «δὲν πειράζει!…»

Ἀλλ᾿ ὁ Σακελλάριος, μὲ τρόπον, ἐνῷ ὁ κουρεὺς εἰσῆλθεν (πρὸς στιγμὴν) εἰς τὸ ἐσωτερικὸν χώρισμα τοῦ μαγαζείου, τὸ δὲ παιδὶ ἠσχολεῖτο βουρτσίζον ὄπισθεν τὸν πελάτην, ἀφῄρεσε τὸ ξυράφιον, τὸ ἔχωσεν εἰς τὴν τσέπην του, ἐκαληνύκτισε τὸν Νικολάκην καὶ ἀπῆλθε.

Τὴν νύκτα ἐκείνην ὁ Σακελλάριος εἶχε κοιμηθῆ εἰς ἕνα φοῦρνον, πλησίον τῶν φυλακῶν Τριγγέτα. Περὶ τὴν μίαν μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ὁσάκις δὲν διήρχοντο ὅλην τὴν νύκτα εἰς τὸ καφενεῖον τοῦ Θ., κατέβαινον ἕως ἐκεῖ ὁ Τζώρτζης, ὁ Κώστας, ὁ Πάνος, ὁ Σακελλάριος, ἔκρουον τὴν θύραν τοῦ φούρνου, ἠγείρετο (ὁ ἀρτοποιός, καὶ τοὺς ἔδινε τὰ ζεστὰ κουλούρια).

Ὁ Σακελλάριος, ὁ πτωχός, εἶχε συλλάβει τὸ σχέδιόν του. Δὲν κατεδέχετο τώρα ὁποὺ ἔζη ἀκόμη, νὰ δώσῃ ἐνόχλησιν εἰς τὸν κόσμον μετὰ θάνατον. «Πρὸς τί νὰ τοὺς βαρύνω, τοὺς ἀνθρώπους;» εἶπεν. «Ἀρκεῖ, ὅτι τοὺς ἐβάρυνα ζωντανός».

Ἀνεμιμνήσκετο δημῶδές τι ἀνέκδοτον, περί τινος ὅστις εἶχεν ἀποθάνει εἰς τὸ λοιμοκαθαρτήριον, καὶ ἐπειδὴ ἔπρεπε νὰ μετακομισθῇ εἰς τὸν τρία μίλια ἀπέχοντα λιμενικὸν σταθμὸν διὰ νὰ ἐπιθεωρήσῃ ὁ ἰατρὸς τὸ πτῶμα, οἱ κωπηλάται, οἵτινες ἤλαυνον τὴν λέμβον, μηνὶ Ἰουλίῳ περὶ δείλην, κάθιδροι ἀπὸ τὸ καῦμα, γογγύζοντες, ἔλεγαν, ἐννοοῦντες τὸν νεκρόν:

― «Τώρα δὰ βρέθηκε κι αὐτὸς νὰ μᾶς ξεπλατίσῃ;»

Ὁ πτωχὸς Σακελλάριος δὲν ἤθελε νὰ ξεπλατίσῃ οὔτε νεκροθάπτας, οὔτε νεκροπομπούς, οὔτε φερετραγωγούς, οὔτε τοὺς φίλους, ὅσοι θὰ ἐπροαιροῦντο ν᾿ ἀνοίξωσι τὰ βαλάντια διὰ νὰ συνεισφέρωσι τὰ ἔξοδα τῆς κηδείας, οὔτε τὸν ἱερέα τὸν ἀγαθόν, ὅστις θὰ ἔτρεχε μὲ τὸ ἐπιτραχήλιον, ἥμισυ πλωτὸν ἐπ᾿ ὤμου καὶ μὲ τὰ ράσα ἀνεμίζοντα, ὁλόκληρον (ἀπόστασιν), οἱονεὶ Χάρων ὁ χερσαῖος καὶ πορθμεῖον ἠπειρωτικόν.

Καὶ ἐνθυμεῖτο στίχους τινάς, οὓς εἶχεν ἀκούσει ἢ ἀναγνώσει πρὸ ἐτῶν, ὅπου εἰσάγεται γηραιὸς ἱερεύς, ἐξορκίζων στοιχειωμένον βράχον καὶ ἐπιφωνῶν:

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .Ἔ! σύ, ὅ,τι κι ἂν εἶσαι,
φάντασμα, βράχος, δαίμονας, ἐγὼ δὲν σὲ φοβοῦμαι.
Εἶναι σκληρότερη ἀπὸ σέ, σκληρότερη ἡ καρδιά μου.
Εἰς τοῦ χωριοῦ τὴν ἐκκλησιά, πενῆντα χρόνια τώρα,
τὸ σήμαντρο τῆς προσευχῆς βαρῶ, πρωὶ καὶ βράδυ,
πενῆντα χρόνια ἀπ᾿ τὸ λαιμὸ κρεμνῶ τὸ πετραχήλι.
Ὅσους καλοὺς χριστιανούς, δῶ καὶ πενῆντα χρόνια,
τὸ χῶμα τοῦτο δέχτηκεν, ἐγὼ τοὺς ἔχω θάψει.
Καὶ μὲ γνωρίζ᾿ ἡ γῆς αὐτή, καθὼς γνωρίζ᾿ ἡ σκύλα,
τὸ χέρι πὄνα κόκκαλο, καθημερινὰ τῆς ρίχνει.

Ἦτο ὥρα Ἑσπερινοῦ. Ὁ Σακελλάριος εἰσῆλθεν εἰς τὸ ναΰδριον, ὅπου ὁ ἱερεὺς ἐμορμύριζε τὴν Ἐνάτην, καθὼς ἠδύνατό τις νὰ συμπεράνῃ ἐκ τῶν ἀκουομένων φράσεων τῶν ἐδαφίων, ἅτινα ἐξεχώριζαν ἐνίοτε ἐκ τοῦ ὅλου ἀμυδροῦ βόμβου τῆς φωνῆς. «Χάριν καὶ δόξαν δώσει δι᾿ αἰχμαλωσίαν Ἰακώβ… Ἐπίστρεψον ἡμᾶς… Δεῖξον ἡμῖν, Κύριε…» κτλ.

Ἔκαμε τὸν σταυρόν του καὶ ἠσπάσθη τὰς εἰκόνας διὰ τελευταίαν φοράν. Διενοεῖτο. Ἐκ βάθους ψυχῆς του δὲν ἐπίστευε καὶ ὅμως ἐπόνει ἡ καρδιά του νὰ βλέπῃ τὰ σεβάσματα αὐτὰ τῶν Πατέρων.

Ἔλεγεν ὅτι ἴσως ὁ Χριστός, ὡς εὔσπλαγχνος ὑπὲρ πάντα νοῦν καὶ λόγον, θὰ τὸν ἐλεήσῃ, καὶ ἂς μὴ δεηθῶσιν ὑπὲρ αὐτοῦ οἱ ἱερεῖς.

Τάχα αἱ εὐχαί, ὅταν εἶναι ὤνιοι, ποίαν ἄλλην ἀξίαν ἔχουσι, εἰμὴ τὴν ἀξίαν τοῦ ἀργυρίου; Μήπως καὶ ὁ Παράδεισος δὲν εἶναι ἀγοραστός, καθὼς ὅλα; Καὶ δὲν εἶναι πλέον ὁ Θεὸς «ὃς οὐ μὴ ἴδῃ πρόσωπον, οὐδ᾿ οὐ μὴ λάβῃ δῶρον, ποιῶν κρίσιν προσηλύτῳ καὶ ὀρφανῷ καὶ χήρᾳ, καὶ ἀγαπᾷ τὸν προσήλυτον δοῦναι αὐτῷ ἄρτον καὶ ἱμάτιον»;

Εἶναι προσωποληψία παρὰ τῷ Θεῷ; Καὶ διατί, δι᾿ ἄλλους αὐτοκτόνους νὰ ἐπιτρέπωσιν οἱ σημερινοὶ ἀντιπρόσωποι τῆς ἐκκλησίας τὴν θρησκευτικὴν ταφὴν καὶ δι᾿ αὐτὸν ὄχι, ἐνῷ οἱ πρῶτοι μόνον κατὰ τὰ μέσα πλεονεκτοῦσι καὶ οἱ δεύτεροι ἴσως ἐμειονέκτουν καὶ κατὰ τὸ λογικόν; Τὸ λογικόν; Τοιαῦτά τινα ἐλήρει ἐνδομύχως . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

(Ἀνολοκλήρωτο)

(1954)

Πληροφορίες

  • Τίτλος
    Άπαντα, τόμος 4
  • Κριτική έκδοση
    Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
  • Εκδόσεις
    ΔΟΜΟΣ
  • Τοπο χρονολογία
    Αθήνα 1985
  • Έτος πρώτης δημοσίευσης
    1954
  • Σελίδες
    629-634

Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών

Τ.Θ. 3393 , Τ.Κ. 10210
210 360 55 32
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Μέγας Δωρητής

7.png6.png1.png2.png5.png1.png

Εγγραφή στο ενημερωτικό δελτίο


© 2020 Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών
Ο ιστοχώρος φιλοξενείται από το Κέντρο Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του ΑΠΘ